→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐτοπώλης < αὐτο- + -πώλης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αὐτοπώλης αρσενικό

  1. (επάγγελμα) έμπορος που πουλάει μόνος τα προϊόντα του
  2. που εμπορεύεται ο ίδιος τις γνώσεις του, που τις εμπορευματοποιεί, τις πλασάρει
    ※  'τὸ δέ γε δεύτερον ἔμπορός τις περὶ τὰ τῆς ψυχῆς μαθήματα...ναί, καὶ τέταρτόν γε αὐτοπώλης περὶ τὰ μαθήματα ἡμῖν ἦν...καί μοι δοκεῖ τῇδέ πῃ, καθάπερ ἡ τῶν καπήλων τέχνη τῆς τῶν αὐτοπωλῶν διώρισται τέχνης
    λείπει η μετάφραση (Πλάτων Σοφ. για τους σοφιστές)