Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αὐτεπώνυμος < αὐτός + ἐπώνυμος

  Επίθετο επεξεργασία

αὐτεπώνυμος, ος,ον

  • που έχει το ίδιο όνομα με κάποιον άλλο