Δείτε επίσης: επώνυμος, Ἐπώνυμος, Επώνυμος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐπώνυμος τὸ ἐπώνυμον
      γενική τοῦ/τῆς ἐπωνύμου τοῦ ἐπωνύμου
      δοτική τῷ/τῇ ἐπωνύμ τῷ ἐπωνύμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπώνυμον τὸ ἐπώνυμον
     κλητική ! ἐπώνυμε ἐπώνυμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπώνυμοι τὰ ἐπώνυμ
      γενική τῶν ἐπωνύμων τῶν ἐπωνύμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπωνύμοις τοῖς ἐπωνύμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπωνύμους τὰ ἐπώνυμ
     κλητική ! ἐπώνυμοι ἐπώνυμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπωνύμω τὼ ἐπωνύμω
      γεν-δοτ τοῖν ἐπωνύμοιν τοῖν ἐπωνύμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπώνυμος < (ἐπι-) ἐπ- + -ώνυμος (ὄνομα)

  Επίθετο επεξεργασία

ἐπώνυμος, -ος, -ον

  1. ονομασμένος από κάποιον
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 409
    τῷ δʼ Ὀδυσεὺς ὄνομʼ ἔστω ἐπώνυμον
  2. που ονομάστηκε έτσι, επειδή το ίδιο όνομα είχε κάποιος άλλος
  3. που ενεργεί σύμφωνα μ’ αυτό που λέει τ’ όνομά του
  4. που ονοματίζει, που ονομάζει
  5. περίφημος, φημισμένος

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

με ἐπωνυμ-

→ και δείτε τις λέξεις ἐπί και ὄνομα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία