ἐπώνυμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ἐπώνυμος, -ος, -ον
- ονομασμένος από κάποιον
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 409
- τῷ δʼ Ὀδυσεὺς ὄνομʼ ἔστω ἐπώνυμον
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 409
- που ονομάστηκε έτσι, επειδή το ίδιο όνομα είχε κάποιος άλλος
- που ενεργεί σύμφωνα μ’ αυτό που λέει τ’ όνομά του
- που ονοματίζει, που ονομάζει
- περίφημος, φημισμένος
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- ἐπώνυμος ἄρχων: ο ανώτατος άρχων, που έδινε τ’ όνομά του και στο έτος στην αρχαία Αθήνα
- ἐπώνυμοι ἥρωες: όσοι έδωσαν τ’ όνομά τους στις φυλές στην αρχαία Αθήνα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ἐπώνυμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπώνυμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.