Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αὐτάγγελος < αὐτός + ἀγγέλλω

  Επίθετο επεξεργασία

ὁ ἡ αὐτάγγελος, ον