Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αὐτόλιθος < αὐτός + λίθος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αὐτόλιθος αρσενικό (ίσως και επίθετο, τριγενές και δικατάληκτο, ος,ος,ον)