Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αὐτομαχέω < αὐτός + μάχομαι

  Ρήμα επεξεργασία

αὐτομαχέω

  • δίνω μόνος τη μάχη μου, π.χ. στο δικαστήριο