Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αὐτομαχέω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αὐτομαχέω
<
αὐτός
+
μάχομαι
Ρήμα
επεξεργασία
αὐτομαχέω
δίνω μόνος τη μάχη μου, π.χ. στο δικαστήριο