αὐτομάρτυς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
αὐτομάρτυς
- ο αυτόπτης μάρτυρας
- εκείνος που γίνεται μάρτυρας σε υπόθεσή του (ίσως επειδή δεν υπήρχε άλλος να καταθέσει σχετικά και είναι ο μόνος)