Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αὐτομάρτυς < αὐτός + μάρτυς

  Ρήμα επεξεργασία

αὐτομάρτυς

  1. ο αυτόπτης μάρτυρας
  2. εκείνος που γίνεται μάρτυρας σε υπόθεσή του (ίσως επειδή δεν υπήρχε άλλος να καταθέσει σχετικά και είναι ο μόνος)