αὐτοτελής
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ αὐτοτελής | τὸ αὐτοτελές | οἱ, αἱ αὐτοτελεῖς | τὰ αὐτοτελῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς αὐτοτελοῦς | τοῦ αὐτοτελοῦς | τῶν αὐτοτελῶν | τῶν αὐτοτελῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ αὐτοτελεῖ | τῷ αὐτοτελεῖ | τοῖς, ταῖς αὐτοτελέσι(ν) | τοῖς αὐτοτελέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν αὐτοτελῆ | τὸ αὐτοτελές | τοὺς, τὰς αὐτοτελεῖς | τὰ αὐτοτελῆ |
Κλητική | αὐτοτελές | αὐτοτελές | αὐτοτελεῖς | αὐτοτελῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | αὐτοτελεῖ | |||
Γενική-Δοτική | αὐτοτελοῖν |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
αὐτοτελής
- που επαρκεί για τον εαυτό του
- που τελειούται μόνος του
- με απόλυτες εξουσίες (για στρατηγούς)
- τελεσίδικο, απόλυτο, χωρίς περιθώρια ασκήσεως εφέσεως (γιά ψηφίσματα, αποφάσεις)
- που επιβάλλει στον εαυτό του τέλος με την έννοια του φόρου (πιθανόν μεταγενέστερο)