Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐτεπιτάκτης < αὐτός + ἐπιτάσσω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αὐτεπιτάκτης αρσενικό

  1. ο αυταρχικός, ο απόλυτος άρχοντας
  2. αυτός που έχει την εξουσία να διατάζει και να διοικεί απολυταρχικά


Συγγενικά

επεξεργασία