Δείτε επίσης: Αὐτόδικος

Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐτόδικος < αὐτός + δίκη

αὐτόδικος, -ος, -ον

  • που διαθέτει δικό του αυτόνομο δικαστικό σύστημα, που δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία άλλου (για χώρα ή περιοχή με ανεξάρτητες δικαστικές αρχές)
      5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 18.2
    τὸ δ᾽ ἱερὸν καὶ τὸν νεὼν τὸν ἐν Δελφοῖς τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ Δελφοὺς αὐτονόμους εἶναι καὶ αὐτοτελεῖς καὶ αὐτοδίκους καὶ αὑτῶν καὶ τῆς γῆς τῆς ἑαυτῶν κατὰ τὰ πάτρια.
    Ο ιερός χώρος και ο ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς, καθώς και οι κάτοικοι των Δελφών, θα είναι ανεξάρτητοι, θα πληρώνουν φόρο μόνο στην δική τους διοίκηση και θα δικάζουν τις προσωπικές και κτηματικές τους διαφορές στα δικαστήριά τους, σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greeklanguage.gr