→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / αὐτοκρατής τὸ αὐτοκρατές
      γενική τοῦ/τῆς αὐτοκρατοῦς τοῦ αὐτοκρατοῦς
      δοτική τῷ/τῇ αὐτοκρατεῖ τῷ αὐτοκρατεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν αὐτοκρατ τὸ αὐτοκρατές
     κλητική ! αὐτοκρατές αὐτοκρατές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ αὐτοκρατεῖς τὰ αὐτοκρατ
      γενική τῶν αὐτοκρατῶν τῶν αὐτοκρατῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς αὐτοκρατέσ(ν) τοῖς αὐτοκρατέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς αὐτοκρατεῖς τὰ αὐτοκρατ
     κλητική ! αὐτοκρατεῖς αὐτοκρατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αὐτοκρατεῖ τὼ αὐτοκρατεῖ
      γεν-δοτ τοῖν αὐτοκρατοῖν τοῖν αὐτοκρατοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐτοκρατής < αὐτο- + κρατέω

  Επίθετο

επεξεργασία

αὐτοκρατής, -ής, -ές

Συγγενικά

επεξεργασία