Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αὐτόποιος,ος,ον < αὐτός + ποιέω

  Επίθετο επεξεργασία

αὐτόποιος

  1. αυτοφυής
  2. ο υπό του εαυτού του παραχθείς