ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / αὐτότεχνος τὸ αὐτότεχνον
      γενική τοῦ/τῆς αὐτοτέχνου τοῦ αὐτοτέχνου
      δοτική τῷ/τῇ αὐτοτέχν τῷ αὐτοτέχν
    αιτιατική τὸν/τὴν αὐτότεχνον τὸ αὐτότεχνον
     κλητική ! αὐτότεχνε αὐτότεχνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ αὐτότεχνοι τὰ αὐτότεχν
      γενική τῶν αὐτοτέχνων τῶν αὐτοτέχνων
      δοτική τοῖς/ταῖς αὐτοτέχνοις τοῖς αὐτοτέχνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς αὐτοτέχνους τὰ αὐτότεχν
     κλητική ! αὐτότεχνοι αὐτότεχν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αὐτοτέχνω τὼ αὐτοτέχνω
      γεν-δοτ τοῖν αὐτοτέχνοιν τοῖν αὐτοτέχνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐτότεχνος (ελληνιστική κοινή) < αὐτός + -τεχνος < τέχνη

  Επίθετο

επεξεργασία

αὐτότεχνος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. αυτοδίδακτος
  2. αυτός που κάνει μόνος του ό,τι μπορεί π.χ. για να βελτιώσει την υγεία του, κάνει τον ειδικό