αὐτότεχνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | αὐτότεχνος | τὸ | αὐτότεχνον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | αὐτοτέχνου | τοῦ | αὐτοτέχνου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | αὐτοτέχνῳ | τῷ | αὐτοτέχνῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | αὐτότεχνον | τὸ | αὐτότεχνον | ||
κλητική ὦ! | αὐτότεχνε | αὐτότεχνον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | αὐτότεχνοι | τὰ | αὐτότεχνᾰ | ||
γενική | τῶν | αὐτοτέχνων | τῶν | αὐτοτέχνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | αὐτοτέχνοις | τοῖς | αὐτοτέχνοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | αὐτοτέχνους | τὰ | αὐτότεχνᾰ | ||
κλητική ὦ! | αὐτότεχνοι | αὐτότεχνᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐτοτέχνω | τὼ | αὐτοτέχνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αὐτοτέχνοιν | τοῖν | αὐτοτέχνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αὐτότεχνος (ελληνιστική κοινή) < αὐτός + -τεχνος < τέχνη
Επίθετο
επεξεργασίααὐτότεχνος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- αυτοδίδακτος
- αυτός που κάνει μόνος του ό,τι μπορεί π.χ. για να βελτιώσει την υγεία του, κάνει τον ειδικό
Πηγές
επεξεργασία- αὐτότεχνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.