Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐτότεχνος < αὐτός + -τεχνος < τέχνη

  Επίθετο

επεξεργασία

αὐτότεχνος

  1. αυτοδίδακτος
  2. αυτός που κάνει μόνος του ό,τι μπορεί π.χ. για να βελτιώσει την υγεία του, κάνει τον ειδικό