αὐτόδηλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ αὐτόδηλος | τὸ αὐτόδηλον | οἱ, αἱ αὐτόδηλοι | τὰ αὐτόδηλα |
Γενική | τοῦ, τῆς αὐτοδήλου | τοῦ αὐτοδήλου | τῶν αὐτοδήλων | τῶν αὐτοδήλων |
Δοτική | τῷ, τῇ αὐτοδήλῳ | τῷ αὐτοδήλῳ | τοῖς, ταῖς αὐτοδήλοις | τοῖς αὐτοδήλοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν αὐτόδηλον | τὸ αὐτόδηλον | τοὺς, τὰς αὐτοδήλους | τὰ αὐτόδηλα |
Κλητική | αὐτόδηλε | αὐτόδηλον | αὐτόδηλοι | αὐτόδηλα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | αὐτοδήλω | |||
Γενική-Δοτική | αὐτοδήλοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααὐτόδηλος,ος,ον
- ο αυτονόητος, που δεν χρειάζεται εξηγήσεις
- ο αυταπόδεικτος