Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αὐτεπάγελτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αὐτεπάγελτος
<
αὐτός
+
ἐπαγγέλλομαι
Επίθετο
επεξεργασία
ὁ, ἡ
αὐτεπάγελτος
,ον
που ενεργεί
αυθόρμητα
, με δική του
πρωτοβουλία
, που ενεργεί
αυτεπάγγελτα