αὐτερέτης
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αὐτερέτης αρσενικό
- που κωπηλατεί κι ο ίδιος (ενώ κανονικά δεν θα έπρεπε)
- αὐτερέται δὲ ὅτι ἦσαν καὶ μάχιμοι πάντες (κωπηλατούσαν στα πολεμικά πλοία και οι ίδιοι οι στρατιώτες)