Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐτίκα < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα

επεξεργασία

αὐτίκα

  1. αμέσως
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 95 (στίχοι 95-96)
    «ὠκύμορος δή μοι, τέκος, ἔσσεαι, οἷ᾽ ἀγορεύεις· | αὐτίκα γάρ τοι ἔπειτα μεθ᾽ Ἕκτορα πότμος ἑτοῖμος.»
    «Και τότε ολιγοήμερος θα είσαι, αγαπητέ μου, | ότ᾽ ύστερ᾽ απ᾽ τον Έκτορα εγγύς σου είναι το τέλος».
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 266
  2. (με μετοχή) μόλις, ευθύς ως

  Επίθετο

επεξεργασία

αὐτίκα άκλιτο

  1. στιγμιαίος