Δείτε επίσης: κάσις, κασίγνητος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐτοκασίγνητος < αὐτο- + κασίγνητος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αὐτοκασίγνητος


Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη κάσις (αδελφός / -ή)