Δείτε επίσης: ἀμφιθαλής
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφιθαλής η αμφιθαλής το αμφιθαλές
      γενική του αμφιθαλούς* της αμφιθαλούς του αμφιθαλούς
    αιτιατική τον αμφιθαλή την αμφιθαλή το αμφιθαλές
     κλητική αμφιθαλή(ς) αμφιθαλής αμφιθαλές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφιθαλείς οι αμφιθαλείς τα αμφιθαλή
      γενική των αμφιθαλών των αμφιθαλών των αμφιθαλών
    αιτιατική τους αμφιθαλείς τις αμφιθαλείς τα αμφιθαλή
     κλητική αμφιθαλείς αμφιθαλείς αμφιθαλή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμφιθαλής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀμφιθαλής (με ζωντανούς και τους δύο γονείς)[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αμφι- + ‑θαλής (αρχαία ελληνική θάλλω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aɱ.fi.θaˈlis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμ‐φι‐θα‐λής

  Επίθετο

επεξεργασία

αμφιθαλής -ής -ές

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία