sibling
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sibling < αγγλοσαξονική sibling < sib + -ling
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sibling | siblings |
sibling (en)
- το αδέλφι, αμφιθαλής αδελφός ή αδελφή
- (επιστήμη υπολογιστών, θεωρία υπολογιστών) δύο ή περισσότεροι κόμβοι (nodes) που έχουν κοινό γονέα-κόμβο σε μια δομή δεδομένων δένδρου (tree)
- ⮡ The terms parent, child, and sibling are used to describe the relationships between the nodes of a tree structure.
- «Οι όροι γονέας, παιδί και αδελφός χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τις σχέσεις μεταξύ των κόμβων μιας δομής δέντρου.»
- ⮡ The terms parent, child, and sibling are used to describe the relationships between the nodes of a tree structure.