Ετυμολογία

επεξεργασία
sibling < αγγλοσαξονική sibling < sib + -ling

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsɪblɪŋ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sibling siblings

sibling (en)

  1. το αδέλφι, αμφιθαλής αδελφός ή αδελφή
  2. (επιστήμη υπολογιστών, θεωρία υπολογιστών) δύο ή περισσότεροι κόμβοι (nodes) που έχουν κοινό γονέα-κόμβο σε μια δομή δεδομένων δένδρου (tree)
    ⮡ The terms parent, child, and sibling are used to describe the relationships between the nodes of a tree structure.
    «Οι όροι γονέας, παιδί και αδελφός χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τις σχέσεις μεταξύ των κόμβων μιας δομής δέντρου.»

Συγγενικά

επεξεργασία