αδέλφι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αδέλφι | τα | αδέλφια |
γενική | του | αδελφιού | των | αδελφιών |
αιτιατική | το | αδέλφι | τα | αδέλφια |
κλητική | αδέλφι | αδέλφια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αδέλφι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈðel.fi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δέλ‐φι
- τονικό παρώνυμο: αδελφή
Ουσιαστικό
επεξεργασίααδέλφι ουδέτερο
- αδελφός ή αδελφή· που έχει τους ίδιους γονείς με άλλον, αδιακρίτως φύλου
- οποιοσδήποτε συνδέεται με δεσμούς φιλίας και αλληλεγγύης με κάποιον άλλον
- όλοι οι άνθρωποι είναι αδέλφια