φώρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | φώρ | οἱ | φῶρες |
γενική | τοῦ | φωρός | τῶν | φωρῶν |
δοτική | τῷ | φωρῐ́ | τοῖς | φωρσῐ́(ν) |
αιτιατική | τὸν | φῶρᾰ | τοὺς | φῶρᾰς |
κλητική ὦ! | φώρ | φῶρες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φῶρε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φωροῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'φθείρ' όπως «φθείρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φώρ < πρωτοελληνική *pʰṓr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰṓr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰer- (φέρω) (αρχική σημασία ήταν «αυτός που φέρνει κλεμμένο αντικείμενο»). Συγγενής η λατινική fūr.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφώρ αρσενικό
- ο κλέφτης
Υπώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίασυγγενικά στα νέα ελληνικά
Πηγές
επεξεργασία- φώρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φώρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.