αυτόφωρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτόφωρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αυτόφωρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτόφωρο ουδέτερο
- κοινή ονομασία των ειδικών δικαστηρίων που δικάζουν, άμεσα, δράστες που συνελήφθησαν επ' αυτοφώρω
- οδήγησαν τους δράστες στο αυτόφωρο
- (συνεκδοχικά) το εύλογο χρονικό διάστημα, από τη στιγμή της εκτέλεσης κάποιου αδικήματος, κατά το οποίο ο νόμος ορίζει ότι η σύλληψη γίνεται επ' αυτοφώρω
- κρύφτηκε σε κάτι χαμόσπιτα μέχρι να περάσει το αυτόφωρο
Εκφράσεις επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- φωρ, για άλλες συγγενικές λέξεις
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αυτόφωρο