↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοφωράκιας οι αυτοφωράκηδες
      γενική του αυτοφωράκια των αυτοφωράκηδων
    αιτιατική τον αυτοφωράκια τους αυτοφωράκηδες
     κλητική αυτοφωράκια αυτοφωράκηδες
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοφωράκιας < αυτόφωρο + -άκιας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυτοφωράκιας αρσενικό

  • (νεολογισμός) άτομο που παρουσιάζεται ως υπεύθυνος νυχτερινού κέντρου ώστε να κλειστεί προσωρινά στο αυτόφωρο, αντί του πραγματικού υπευθύνου, σε περιπτώσεις αυτόφωρης δίωξης λόγω παραβίασης του ωραρίου λειτουργίας

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία