φώρ
(Ανακατεύθυνση από φωρ)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | φώρ | οἱ | φῶρες |
γενική | τοῦ | φωρός | τῶν | φωρῶν |
δοτική | τῷ | φωρῐ́ | τοῖς | φωρσῐ́(ν) |
αιτιατική | τὸν | φῶρᾰ | τοὺς | φῶρᾰς |
κλητική ὦ! | φώρ | φῶρες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φῶρε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φωροῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'φθείρ' όπως «φθείρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φώρ < φώρ επί της ώρας < εφώρας ως δασυνόμενο το δεύτερο συνθετικό. «εφωράθην κλέπτων οπώρας».
Ουσιαστικό επεξεργασία
φώρ αρσενικό
- ο κλέφτης
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 1.334a
- Ὅτου τις ἄρα δεινὸς φύλαξ, τούτου καὶ φὼρ δεινός.
- Αν επομένως ο δίκαιος είναι ικανός να φυλάξει χρήματα, θα ήταν επίσης ικανότατος και να τα κλέψει.
- Μετάφραση (1911), Ιωάννης Γρυπάρης @greek‑language.gr
- Ὅτου τις ἄρα δεινὸς φύλαξ, τούτου καὶ φὼρ δεινός.
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 1.334a
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
συγγενικά στα νέα ελληνικά
Πηγές επεξεργασία
- φώρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φώρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.