Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φώριος < φώρ

  Επίθετο επεξεργασία

φώριος, -ος, -ον

  1. (ελληνιστική κοινή) κλοπιμαίος, λαθραίος
    ※  1ος↓ αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, De Specialibus Legibus (lib. i‑iv) Book 4 Chapter 2 (4.2), p. 210 @scaife.perseus
    αἰδῶ προκάλυμμα ποιούμενος τῶν ἁμαρτημάτων τὸ σκότος, ἰδίᾳ κολαζέσθω μόνον ὢν ὑπόδικος ὧν ἐπεχείρησε βλάπτειν καὶ κατατιθέτω διπλοῦν τὸ φώριον, ἄδικον ὠφέλειαν ἐξιώμενος βλάβῃ δικαιοτάτῃ.
    ※  1ος↓ αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, De Specialibus Legibus (lib. i‑iv) Book 4 Chapter 11 (4.11) @scaife.perseus
    Τὰ μὲν οὗν ἄλλα φώρια τετίμηται διπλῇ καταθέσει.
  2. (μεταφορικά) (ελληνιστική κοινή) κρυφός, κρυψίνους

  Πηγές επεξεργασία