Δείτε επίσης: φωρώ, φορῶ, φορώ

Ετυμολογία

επεξεργασία
φωρῶ < θωρῶ με αλλαγή [θ]> [f]  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: κυπριακά: φωρώ

φωρῶ

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία