↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φωριαμός οι φωριαμοί
      γενική του φωριαμού των φωριαμών
    αιτιατική τον φωριαμό τους φωριαμούς
     κλητική φωριαμέ φωριαμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φωριαμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φωριαμός (μπαούλο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fo.ɾi.aˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φω‐ρι‐α‐μός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φωριαμός αρσενικό

  • (λόγιο) κιβώτιο ή ντουλάπι, συνήθως μεταλλικό, για φακέλους, βιβλία
    ※  Την προσοχή τους τράβηξε ένας σωρός από καλάμια μπαμπού. ΄Ήταν τοποθετημένα μπροστά σε δύο φωριαμούς με αρκετές σειρές άδειων ραφιών, ύψους τουλάχιστον τριών μέτρων.
    (Θανάσης Νικολάου, ΟΙ ΕΨΙΛΟΝ, 2007, εκδόσεις: Λιβάνη, σελ. 582 @archive)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φωριαμός οἱ φωριαμοί
      γενική τοῦ φωριαμοῦ τῶν φωριαμῶν
      δοτική τῷ φωριαμ τοῖς φωριαμοῖς
    αιτιατική τὸν φωριαμόν τοὺς φωριαμούς
     κλητική ! φωριαμέ φωριαμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φωριαμώ
γεν-δοτ τοῖν  φωριαμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φωριαμός, ήδη ομηρικό < επίθετο *φωρι(ός) (φορητός) +-αμός < θέμα με βάση μεταπτωτική βαθμίδα του φέρω (όπως φώρ (κλέφτης) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰer- Δείτε και φωρώμαι. Κατ' άλλη άποψη, είναι δάνειο. [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φωριαμός αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.