↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περικαλλής η περικαλλής το περικαλλές
      γενική του περικαλλούς* της περικαλλούς του περικαλλούς
    αιτιατική τον περικαλλή την περικαλλή το περικαλλές
     κλητική περικαλλή(ς) περικαλλής περικαλλές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περικαλλείς οι περικαλλείς τα περικαλλή
      γενική των περικαλλών των περικαλλών των περικαλλών
    αιτιατική τους περικαλλείς τις περικαλλείς τα περικαλλή
     κλητική περικαλλείς περικαλλείς περικαλλή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περικαλλής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περικαλλής[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.ɾi.kaˈlis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐καλ‐λής

  Επίθετο

επεξεργασία

περικαλλής, -ής, -ές

  • αυτός που χαρακτηρίζεται από εξαιρετικό κάλλος
    τα περικαλλή μνημεία του αρχαίου κόσμου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία


→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περικαλλής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

περικαλλής