πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περικαλλής η περικαλλής το περικαλλές
      γενική του περικαλλούς* της περικαλλούς του περικαλλούς
    αιτιατική τον περικαλλή την περικαλλή το περικαλλές
     κλητική περικαλλή(ς) περικαλλής περικαλλές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περικαλλείς οι περικαλλείς τα περικαλλή
      γενική των περικαλλών των περικαλλών των περικαλλών
    αιτιατική τους περικαλλείς τις περικαλλείς τα περικαλλή
     κλητική περικαλλείς περικαλλείς περικαλλή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

περικαλλής, -ής, -ές

  • που χαρακτηρίζεται από εξαιρετικό κάλλος
      τα περικαλλή μνημεία του αρχαίου κόσμου

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

επεξεργασία

περικαλλής, -ής, -ές

  • που χαρακτηρίζεται από εξαιρετικό κάλλος
      9ος αιώνας, Γεώργιος Αμαρτωλός ή Γεώργιος Μοναχός Χρονικόν σύντομον, @catholiclibrary.org
    Ἦτον δὲ εἰς τὸ παλάτιν εἷς νέος εὔμορφος ᾧ ὄνομα Μιχαὴλ ἐκ γένους τῶν Παφλαγόνων· καὶ ὡς ἐπεριπάτει εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ παλατίου, ὡραιομένος καὶ κουρτέσης, καὶ ἰδοῦσα τοῦτον ἡ βασίλισσα ἐτρώθη ἔρωτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς καὶ ἐπεθύμει τὸ κάλλος καὶ τὴν λαμπρότητα τοῦ Μιχαὴλ, ὅτι ἦτον τρυφεροπρόσωπος καὶ κατάλευκος καὶ ῥοδινὸς καὶ περικαλλὴς, ὥστε καὶ εἶχεν αὐτὸν καὶ ἐμοιχεύετο μετ' αὐτοῦ καὶ ἐχόρταινεν αὐτοῦ τὴν εὐμορφίαν.



λείπει η κλίση

Ετυμολογία

επεξεργασία
περικαλλής < περι- + κάλλος[1]

περικαλλής

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Cunliffe Homer στο περικαλλής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.