Δείτε επίσης: φωρῶμαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φωρώμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φωρῶμαι, συνηρημένος τύπος του φωράομαι

φωρώμαι, αόρ.: εφωράθην από την αρχαία κλίση (αποθετικό ρήμα) [1]

  1. (απαρχαιωμένο) συλλαμβάνομαι επ' αυτοφώρω
    χρειάζεται παράθεμα
  2. (απαρχαιωμένο ή ειρωνικό) γίνομαι αντιληπτός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)