αυτόφωρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτόφωρος < αρχαία ελληνική αὐτόφωρος < αὐτο- + -φωρος < φώρ (κλέφτης)
Επίθετο επεξεργασία
αυτόφωρος
- που τον βλέπουν τη στιγμή που κάνει κάτι
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- φωρ για συγγενικές λέξεις
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτόφωρος
|