Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φώραση οι φωράσεις
      γενική της φώρασης* των φωράσεων
    αιτιατική τη φώραση τις φωράσεις
     κλητική φώραση φωράσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φωράσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φώραση < αρχαίο ρήμα φωρῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φώραση θηλυκό

  • ανίχνευση ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων (οπτική, ηχητική φώραση)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία