Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐτόφωρος < αὐτός + φώρ (ο κλέφτης)
Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ αὐτόφωρος τὸ αὐτόφωρον οἱ, αἱ αὐτόφωροι τὰ αὐτόφωρα
Γενική τοῦ, τῆς αὐτοφώρου τοῦ αὐτοφώρου τῶν αὐτοφώρων τῶν αὐτοφώρων
Δοτική τῷ, τῇ αὐτοφώρῳ τῷ αὐτοφώρῳ τοῖς, ταῖς αὐτοφώροις τοῖς αὐτοφώροις
Αιτιατική τὸν, τὴν αὐτόφωρον τὸ αὐτόφωρον τοὺς, τὰς αὐτοφώρους τὰ αὐτόφωρα
Κλητική αὐτόφωρε αὐτόφωρον αὐτόφωροι αὐτόφωρα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική αὐτοφώρω
Γενική-Δοτική αὐτοφώροιν


  Επίθετο

επεξεργασία

αὐτόφωρος

  • ο κλέφτης ή απατεώνας (κυρίως όμως το πρώτο) που πιάνεται στα πράσα, να κλέβει, που συλλαμβάνεται επ' αυτοφώρω
...ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ λαμβάνειν