Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
délit
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ουσιαστικό
1.1.1
Δείτε επίσης
1.1.2
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
délit
délits
Ουσιαστικό
επεξεργασία
délit
(fr)
αρσενικό
(
νομικός όρος
) το
αδίκημα
, το
πλημμέλημα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
crime
Συγγενικά
επεξεργασία
délictuel
-
délictuelle
délictueux
-
délictueuse