ενικός         πληθυντικός  
crime crimes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

crime (en)

  1. (μη μετρήσιμο) το έγκλημα, η εγκληματικότητα, δραστηριότητες που συνεπάγονται παραβίαση του νόμου
    ⮡  Blackmail is a type of crime.
    Ο εκβιασμός είναι ένα είδος εγκλήματος.
    ⮡  They associated the increase in crime with violent movies on TV.
    Συσχέτισαν την αύξηση της εγκληματικότητας με τις ταινίες βίας στην τηλεόραση.
  2. το έγκλημα, παράνομη πράξη ή δραστηριότητα που μπορεί να τιμωρηθεί από το νόμο
    ⮡  He was innocent of the crime they attributed to him.
    Ήταν αθώος από το έγκλημα που του καταλόγιζαν.
  3. (μόνο ενικός, ανεπίσημο, a crime) το έγκλημα, κάτι που πιστεύω ότι είναι ηθικά κακό ή είναι μεγάλο λάθος
    ⮡  It is not a crime to speak your mind openly.
    Δεν είναι έγκλημα να λες την γνώμη σου ανοιχτά.



  Ετυμολογία

επεξεργασία

από το λατινικό crimen, κατηγορία

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

crime (fr))

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

crime (pt))