crime
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
crime | crimes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcrime (en)
- (μη μετρήσιμο) το έγκλημα, η εγκληματικότητα, δραστηριότητες που συνεπάγονται παραβίαση του νόμου
- ⮡ Blackmail is a type of crime.
- Ο εκβιασμός είναι ένα είδος εγκλήματος.
- ⮡ They associated the increase in crime with violent movies on TV.
- Συσχέτισαν την αύξηση της εγκληματικότητας με τις ταινίες βίας στην τηλεόραση.
- ⮡ Blackmail is a type of crime.
- το έγκλημα, παράνομη πράξη ή δραστηριότητα που μπορεί να τιμωρηθεί από το νόμο
- ⮡ He was innocent of the crime they attributed to him.
- Ήταν αθώος από το έγκλημα που του καταλόγιζαν.
- ⮡ He was innocent of the crime they attributed to him.
- (μόνο ενικός, ανεπίσημο, a crime) το έγκλημα, κάτι που πιστεύω ότι είναι ηθικά κακό ή είναι μεγάλο λάθος
- ⮡ It is not a crime to speak your mind openly.
- Δεν είναι έγκλημα να λες την γνώμη σου ανοιχτά.
- ⮡ It is not a crime to speak your mind openly.
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίααπό το λατινικό crimen, κατηγορία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcrime (fr))
- το έγκλημα
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- criminogène
- criminologie
- criminologue
- incrimination
- incriminé
- incriminer
- récriminateur
- récrimination
- récriminer
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcrime (pt))