Ετυμολογία

επεξεργασία
criminaliser < λατινική criminalis (εγκληματικός)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kʁi.mi.na.li.ze/

criminaliser (fr)

  • ποινικοποιώ, μεταφέρνω μια υπόθεση από την αστική στην ποινική δικαιοσύνη
    criminaliser une affaire : ποινικοποιώ μία υπόθεση

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία