Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

criminogène < λατινική crimen (έγκλημα, στη γενική: criminis) + -gène

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
criminogène criminogènes

criminogène (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη crime