criminogène
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
criminogène | criminogènes |
criminogène (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη crime
ενικός | πληθυντικός |
criminogène | criminogènes |
criminogène (fr) αρσενικό ή θηλυκό