↓ πτώσεις
|
ενικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
ο
|
εγκληματογόνος
|
η
|
εγκληματογόνος & εγκληματογόνα
|
το
|
εγκληματογόνο
|
γενική
|
του
|
εγκληματογόνου
|
της
|
εγκληματογόνου & εγκληματογόνας
|
του
|
εγκληματογόνου
|
αιτιατική
|
τον
|
εγκληματογόνο
|
την
|
εγκληματογόνο & εγκληματογόνα
|
το
|
εγκληματογόνο
|
κλητική
|
|
εγκληματογόνε
|
|
εγκληματογόνε & εγκληματογόνα
|
|
εγκληματογόνο
|
↓ πτώσεις
|
πληθυντικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
οι
|
εγκληματογόνοι
|
οι
|
εγκληματογόνοι & εγκληματογόνες
|
τα
|
εγκληματογόνα
|
γενική
|
των
|
εγκληματογόνων
|
των
|
εγκληματογόνων
|
των
|
εγκληματογόνων
|
αιτιατική
|
τους
|
εγκληματογόνους
|
τις
|
εγκληματογόνους & εγκληματογόνες
|
τα
|
εγκληματογόνα
|
κλητική
|
|
εγκληματογόνοι
|
|
εγκληματογόνοι & εγκληματογόνες
|
|
εγκληματογόνα
|
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
|