récriminateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- récriminateur < récriminer
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | récriminateur | récriminateurs |
θηλυκό | récriminatrice | récriminatrices |
récriminateur (fr)
- που κατηγορεί