Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ αὐτόκτιτος τὸ αὐτόκτιτον οἱ, αἱ αὐτόκτιτοι τὰ αὐτόκτιτα
Γενική τοῦ, τῆς αὐτοκτίτου τοῦ αὐτοκτίτου τῶν αὐτοκτίτων τῶν αὐτοκτίτων
Δοτική τῷ, τῇ αὐτοκτίτῳ τῷ αὐτοκτίτῳ τοῖς, ταῖς αὐτοκτίτοις τοῖς αὐτοκτίτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν αὐτόκτιτον τὸ αὐτόκτιτον τοὺς, τὰς αὐτοκτίτους τὰ αὐτόκτιτα
Κλητική αὐτόκτιτε αὐτόκτιτον αὐτόκτιτοι αὐτόκτιτα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική αὐτοκτίτω
Γενική-Δοτική αὐτοκτίτοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

αὐτόκτιτος < αὐτός και κτίζω

  Επίθετο επεξεργασία

αὐτόκτιτος

  • που πλάστηκε, δημιουργήθηκε μόνος του (π.χ. το μονοπάτι που χαράχτηκε από το πάτημα, η σπηλιά που την άνοιξε η θάλασσα στα βράχια)