αὐτοματίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αὐτοματίζω < αὐτόματος
Ρήμα
επεξεργασίααὐτοματίζω ( & αὐτοματέω )
- φέρομαι αυθόρμητα χωρίς να το καλοσκεφτώ, επιπόλαια, αφήνω κάτι στην τύχη
- ο τυχαίος παράγοντας ή ο παράγοντας του φυσικού φαινομένου
- ὥσπερ αὐτοματιζούσης τῆς φύσεως