Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐτοματίζω < αὐτόματος

αὐτοματίζω ( & αὐτοματέω )

  1. φέρομαι αυθόρμητα χωρίς να το καλοσκεφτώ, επιπόλαια, αφήνω κάτι στην τύχη
  2. ο τυχαίος παράγοντας ή ο παράγοντας του φυσικού φαινομένου
    ὥσπερ αὐτοματιζούσης τῆς φύσεως