Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐτάγρετος < αὐτός και ἀγρέω

  Επίθετο

επεξεργασία

αὐτάγρετος,ος,ον

  1. αυτό που μπορεί να είναι προσωπική επιλογή, αποτέλεσμα προσωπικής βούλησης
    αὐτάγρετόν ἐστι (θέμα δικής σου επιλογής)