digestion
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdigestion (en)
- η πέψη
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
digestion | digestions |
digestion (fr) θηλυκό
- η πέψη
digestion (en)
ενικός | πληθυντικός |
digestion | digestions |
digestion (fr) θηλυκό