digestible
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- digestible < λατινική digestibilis < digerere
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
digestible | digestibles |
digestible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να χωνευτεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη digestion