digestibilité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- digestibilité < digestible
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
digestibilité | digestibilités |
digestibilité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
digestibilité | digestibilités |
digestibilité (fr) θηλυκό