Ετυμολογία

επεξεργασία
μετουσιώνω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική μετουσι(ῶ) + -ώνω < μετ(ά) + αρχαία ελληνική οὐσία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.tu.siˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐του‐σι‐ώ‐νω

μετουσιώνω, αόρ.: μετουσίωσα, παθ.φωνή: μετουσιώνομαι, π.αόρ.: μετουσιώθηκα, μτχ.π.π.: μετουσιωμένος

  1. μεταβάλλω την ουσία ενός πράγματος, αλλάζω την υπόστασή του
  2. (μεταφορικά) πραγματοποιώ, κάνω πράξη
    ⮡  μετουσιώνω τις ιδέες σε πράξεις, τη θεωρία σε πράξη
  3. (χριστιανισμός, κυρίως παθητική φωνή μετουσιώνομαι) μετατρέπω τον άρτο και το οίνο της Θείας Ευχαριστίας σε σώμα και αίμα Χριστού

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μετά και ουσία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία