Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.tu.siˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μετουσιώνω

μετουσιώνω, αόρ.: μετουσίωσα, παθ.φωνή: μετουσιώνομαι, π.αόρ.: μετουσιώθηκα, μτχ.π.π.: μετουσιωμένος

  1. μεταβάλλω την ουσία ενός πράγματος, αλλάζω την υπόστασή του
  2. (μεταφορικά) πραγματοποιώ, κάνω πράξη
      μετουσιώνω τις ιδέες σε πράξεις, τη θεωρία σε πράξη
  3. (χριστιανισμός, κυρίως παθητική φωνή μετουσιώνομαι) μετατρέπω τον άρτο και το οίνο της Θείας Ευχαριστίας σε σώμα και αίμα Χριστού

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία