Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετουσιωτικός η μετουσιωτική το μετουσιωτικό
      γενική του μετουσιωτικού της μετουσιωτικής του μετουσιωτικού
    αιτιατική τον μετουσιωτικό τη μετουσιωτική το μετουσιωτικό
     κλητική μετουσιωτικέ μετουσιωτική μετουσιωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετουσιωτικοί οι μετουσιωτικές τα μετουσιωτικά
      γενική των μετουσιωτικών των μετουσιωτικών των μετουσιωτικών
    αιτιατική τους μετουσιωτικούς τις μετουσιωτικές τα μετουσιωτικά
     κλητική μετουσιωτικοί μετουσιωτικές μετουσιωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετουσιωτικός < μετουσιώνω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

μετουσιωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία