Δείτε επίσης: Δάνος, δανός, Δανός, διάνος

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δάνος τὰ δάνη - δάνε
      γενική τοῦ δάνους - δάνεος τῶν δανῶν - δανέων
      δοτική τῷ δάνει - δάνεῐ̈ τοῖς δάνεσ(ν)
    αιτιατική τὸ δάνος τὰ δάνη - δάνεα
     κλητική ! δάνος δάνη - δάνεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δάνει - δάνεε
γεν-δοτ τοῖν  δανοῖν - δανέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δάνος < δα- + νoς
Εκδοχές για το θέμα: • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   [1] [2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δάνος, -εος/-ους ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. δώρο
  2. δάνειο, χρέος, οφειλή

Παράγωγα

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη δάνειον

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δάνος οἱ δάνοι
      γενική τοῦ δάνου τῶν δάνων
      δοτική τῷ δάν τοῖς δάνοις
    αιτιατική τὸν δάνον τοὺς δάνους
     κλητική ! δάνε δάνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δάνω
γεν-δοτ τοῖν  δάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δάνος: με χαρακτηριστικό δ < θ στη μακεδονική διάλεκτο, όπως θάνατος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δάνος, -ου αρσενικό

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. DGE, Bailly - δάνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. δάνος σελ. 302 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.