Δανός
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Δανός | Δανοί |
γενική | Δανού | Δανών |
αιτιατική | Δανό | Δανούς |
κλητική | Δανέ | Δανοί |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
Δανός αρσενικό (θηλυκό: Δανή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από τη Δανία ή έχει δανική υπηκοότητα