• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αναπότρεπτο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναπότρεπτο τα αναπότρεπτα
      γενική του αναπότρεπτου των αναπότρεπτων
    αιτιατική το αναπότρεπτο τα αναπότρεπτα
     κλητική αναπότρεπτο αναπότρεπτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αναπότρεπτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναπότρεπτος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναπότρεπτο ουδέτερο

  • (λόγιο) αυτο που δεν μπορεί να αποτραπεί

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • αναπόφευκτο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις αποτρέπω και τρέπω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αναπότρεπτο
  • → δείτε τη λέξη αναπόδραστο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αναπότρεπτο&oldid=5240229"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Σεπτεμβρίου 2021, στις 10:03

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Σεπτεμβρίου 2021, στις 10:03. Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας